στωικισμός

στωικισμός
ο, Ν
1. (φιλοσ.) (στην αρχ. Ελλάδα και Ρώμη) φιλοσοφική σχολή, ένα από τα πιο υψηλόφρονα και ευγενή φιλοσοφικά συστήματα στην ιστορία τού δυτικού πολιτισμού, η οποία δίδασκε τη συμμετοχή στα ζητήματα τού ανθρώπου και πρέσβευε ότι στόχος κάθε έρευνας είναι να προσφέρει στον άνθρωπο έναν τρόπο συμπεριφοράς χαρακτηριζόμενον από πνευματική ηρεμία και βεβαιότητα για την ηθική αξία
2. συνεκδ. η επικράτηση τών ηθικών αρχών τής στωικής φιλοσοφίας σε μια κοινωνία ή σε μια χρονική περίοδο
3. (κατ' επέκτ.) ψυχική απάθεια, αταραξία, ηρεμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. stoicisme < στωικός + κατάλ. -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1826 στον Αδ. Κοραή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • στωικισμός — ο 1. το να συμπεριφέρεται κάποιος όπως οι στωικοί φιλόσοφοι, απάθεια, ανοχή. 2. φιλοσοφική θεωρία στην αρχαία Ελλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στωική σχολή — Μία από τις σημαντικότερες τάσεις της φιλοσοφίας των ελληνιστικών χρόνων. Ως σχολή ιδρύθηκε τον 3o αι. π.Χ. από τον Ζήνωνα τον Κιτιέα σε μια στοά της Αθήνας που λεγόταν Ποικίλη Στοά (από όπου πήρε και το όνομά της). Η στωική φιλοσοφία… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή …   Dictionary of Greek

  • καθήκον — Ηθική υποχρέωση, χρέος· ό,τι επιβάλλουν οι νόμοι του κράτους· η υποχρέωση του πολίτη. Η λέξη κ. χρησιμοποιείται γενικά για κάθε πράξη ή παράλειψη που επιβάλλουν οι κανόνες κοινωνικής δεοντολογίας και ιδιαίτερα οι κανόνες που εθιμικώς ρυθμίζουν… …   Dictionary of Greek

  • στωικός — ή, ό / στωικός, ή, όν, ΝΜΑ [στοά / στωϊά] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φιλοσοφική αντίληψη τού Ζήνωνος τού Κιτιέως, την οποία δίδαξε για πρώτη φορά ο ίδιος στην Ποικίλη Στοά τής Αθήνας 2. το αρσ. ως ουσ. α) οπαδός τού στωικισμού β) στον… …   Dictionary of Greek

  • φιλοσοφία — Ο όρος, που σημαίνει αγάπη της σοφίας, αναφέρεται για πρώτη φορά στον Πυθαγόρα. Πολλοί αρχαίοι συγγραφείς, και μεταξύ αυτών ο Κικέρων και ο Διογένης Λαέρτιος, αφηγούνται ότι ο Πυθαγόρας, διατρέχοντας την Ελλάδα, έφτασε στον Φλιούντα, όπου ο Λέων …   Dictionary of Greek

  • ελληνιστικοί χρόνοι — Η περίοδος που μεσολάβησε από τον θάνατο του Μεγάλου Αλεξάνδρου (323 π.Χ.) έως τη ναυμαχία του Ακτίου (31 π.Χ.). Ο όρος ε.χ. θεωρείται πιο ακριβής από τον όρο αλεξανδρινοί χρόνοι, γιατί η νέα έκφραση του ελληνικού πνεύματος δεν είχε ως έδρα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”